παρενσάλευσις

παρενσάλευσις
-εύσεως, ἡ, Μ [παρενσαλεύω]
το να κινείται κάτι εδώ κι εκεί, η ασταθής κίνηση, το τίναγμα («μαντικὴ παρενσάλευσις ποδῶν», Νικ.Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”